- υδροφορικός
- -ή, -ό / ὑδροφορικός; -ή, -όν, ΝΑ [υδροφόρος]αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι χρήσιμος για τη μεταφορά νερού (α. «υδροφορικό σύστημα» — πολύπλοκο σύστημα υδροφόρων αγωγών τών εχινοδέρμων, μέσω τού οποίου τίθενται σε κίνηση οι βαδιστικοί ποδίσκοι τού ζώου καθώς γεμίζουν και εκκενώνονται από νερόβ. «ὑδροφορικὸν ἀγγεῑον», λεξ. Σούδα).επίρρ...ὑδροφορικῶς Αόπως αυτός που μεταφέρει νερό.
Dictionary of Greek. 2013.