υδροφορικός

υδροφορικός
-ή, -ό / ὑδροφορικός; -ή, -όν, ΝΑ [υδροφόρος]
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι χρήσιμος για τη μεταφορά νερού (α. «υδροφορικό σύστημα» — πολύπλοκο σύστημα υδροφόρων αγωγών τών εχινοδέρμων, μέσω τού οποίου τίθενται σε κίνηση οι βαδιστικοί ποδίσκοι τού ζώου καθώς γεμίζουν και εκκενώνονται από νερό
β. «ὑδροφορικὸν ἀγγεῑον», λεξ. Σούδα).
επίρρ...
ὑδροφορικῶς Α
όπως αυτός που μεταφέρει νερό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υδροφορικός — ή, ό που έχει σχέση με την υδροφορία (βλ. λ.), ο χρήσιμος στην υδροφορία: Υδροφορικό όχημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑδροφορικόν — ὑδροφορικός for carrying water masc acc sg ὑδροφορικός for carrying water neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφορικῶς — ὑδροφορικός for carrying water adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”